- περιβάλλοντες
- περιβάλλωthrow roundpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
ATHYR — mensis anni Aegyptiaci, Iunio Romanorum respondens, quô dicunt Osiridem ἀφανιςθῆναι periisse. Itaque Sacerdotes hôc mense Βοῦν διάχρυσον ἱματίῳ μέλανι βυςςίνῳ περιβάλλοντες ἐπὶ πένθει τῆς θεοῦ δεικνύουσι, Βοὔν γὰρ Ο᾿σίριδος εἰκόνα νομίζουσι.… … Hofmann J. Lexicon universale
σάλπιγγες — (Ανατ.). Στοιχείο του γεννητικού συστήματος της γυναίκας. Πρόκειται για δύο σωλήνες μήκους 10 14 εκ., που ξεκινούν από το ψηλότερο μέρος της μήτρας, ένας από κάθε πλευρά, κατευθύνονται στα πλάγια προς τις ωοθήκες και καταλήγουν σ’ αυτές… … Dictionary of Greek